- φληνάφημα
φληνάφημα, τό, Geschwätz; Schol. Ar. Thesm. 468; Eur. Ep. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φληνάφημα, τό, Geschwätz; Schol. Ar. Thesm. 468; Eur. Ep. 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φληνάφημα — το, ΝΜΑ [φληναφώ] φλυαρία, μωρολογία, σαχλαμάρα … Dictionary of Greek
φληναφημάτων — φληνάφημα neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φληναφήματα — φληνάφημα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στωμυλία — η, ΝΑ και στομυλία Α [στωμύλος] 1. ευχερής και ευχάριστη πολυλογία 2. ευφράδεια, ευγλωττία αρχ. φλυαρία, φληνάφημα … Dictionary of Greek
φληναφία — η, ΝΜΑ [φλήναφος] φληνάφημα … Dictionary of Greek