- φλογίς
φλογίς, ίδος, ἡ, geröstetes, gebratenes Fleisch; ταύρου Archipp. bei Ath. XIV, 656 b; κάπρου Alexis u. Strattis ib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογίς, ίδος, ἡ, geröstetes, gebratenes Fleisch; ταύρου Archipp. bei Ath. XIV, 656 b; κάπρου Alexis u. Strattis ib.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογίς — piece of broiled flesh fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίς — ίδος, ἡ, Α κρέας ψητό στη σχάρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] … Dictionary of Greek
φλογίδας — φλογίς piece of broiled flesh fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογίδες — φλογίς piece of broiled flesh fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλογιά — και ιων. τ. φλογιή, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ιά / ιή (πρβλ. τροχ ιά). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλόγινος, φλογίς) οδηγούν πιθ. σε μια μορφή θ. φλογ ι ] … Dictionary of Greek
φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής … Dictionary of Greek
φλογί — φλόξ flame fem dat sg φλογίς piece of broiled flesh fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)