- φθογγάζομαι
φθογγάζομαι, = φϑέγγομαι; Ep. ad. (IX, 539); Ion bei Philo II p. 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθογγάζομαι, = φϑέγγομαι; Ep. ad. (IX, 539); Ion bei Philo II p. 466.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθογγάζομαι — Α [φθόγγος] (αποθ.) φθέγγομαι … Dictionary of Greek
φθογγάζεται — φθογγάζομαι pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγάζετο — φθογγάζομαι imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγῇ — φθογγάζομαι fut ind mp 2nd sg (doric) φθογγή voice fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)