φλογιά

φλογιά

φλογιά, , poet. = φλόξ, Nic. Al. 392 Th. 54, öfter.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλογιᾷ — φλογιά fem dat sg (attic doric aeolic) φλογιάω become inflamed and red pres subj mp 2nd sg φλογιάω become inflamed and red pres ind mp 2nd sg (epic) φλογιάω become inflamed and red pres subj act 3rd sg φλογιάω become inflamed and red pres ind act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογιά — και ιων. τ. φλογιή, ἡ, Α (ποιητ. τ.) φλόγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + κατάλ. ιά / ιή (πρβλ. τροχ ιά). Ο τ. καθώς και ορισμένα άλλα παρ. (πρβλ. φλόγινος, φλογίς) οδηγούν πιθ. σε μια μορφή θ. φλογ ι ] …   Dictionary of Greek

  • φλογίας — φλογίᾱς , φλόγιος fem acc pl φλογίᾱς , φλόγιος fem gen sg (attic doric aeolic) φλογίᾱς , φλογιάω become inflamed and red imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογιώ — (I) άω, Α (ιατρ. όρος) ερεθίζομαι και κοκκινίζω, παθαίνω φλόγωση («τότε μᾱλλον τὸ πρόσωπον φλογιᾷ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη λ. φλόξ, φλογός με κατάλ. ιῶ / ιάω (πρβλ. ὠχρ ιῶ) ή αποτελεί παρ. τής λ. φλογιά]. (II) έω, Α [φλόξ …   Dictionary of Greek

  • φλογίζω — ΝΜΑ 1. περιβάλλω κάτι με φλόγες, βάζω φωτιά, καίω 2. πυρακτώνω, πυρώνω (α. «τού φλογισμένου απείρου», Μαλακ. β. «ἐφλογίσθη μεν, οὐκ ἐκάη δέ», Αχμ. Ονειροκρ.) νεοελλ. 1. επιφέρω φλόγωση, προκαλώ φλεγμονή 2. παθ. φλογίζομαι α) (για την επιδερμίδα)… …   Dictionary of Greek

  • φλόγινος — η, ο / φλόγινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α αυτός που έχει το χρώμα ή την όψη τής φλόγας, πυρώδης νεοελλ. αυτός που αποτελείται από φλόγες, πύρινος («φλόγινες γλώσσες έβγαιναν από το καιόμενο σπίτι») μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ φλόγινον το χρώμα τής …   Dictionary of Greek

  • φλογιῆς — φλογίζω set on fire fut ind act 2nd sg (doric) φλογιά fem gen sg (epic ionic) φλογιάω become inflamed and red pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλογιῇ — φλογίζω set on fire fut ind mid 2nd sg φλογιά fem dat sg (epic ionic) φλογιάω become inflamed and red pres subj mp 2nd sg (doric) φλογιάω become inflamed and red pres ind mp 2nd sg (doric) φλογιάω become inflamed and red pres subj act 3rd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”