- προ-αφ-έψω
προ-αφ-έψω (s. ἕψω), vorher abkochen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αφ-έψω (s. ἕψω), vorher abkochen, Diosc.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προεφεψήσας — προεφεψήσᾱς , πρό , ἐπί ἕψω Acut. (Sp.) aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεφεψήσᾱς , πρό , ἐπί ἑψάω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) προεφεψήσᾱς , πρό , ἐπί ἑψέω aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέψει — πρό ἕπομαι fut ind mid 2nd sg προέψει , πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres imperat act 2nd sg (attic epic) προέψει , πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres ind mp 2nd sg προέψει , πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd sg προέψει , πρό ἕψω Acut. (Sp.) imperf ind act 3rd … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψηθέντα — πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part pass neut nom/voc/acc pl προεψηθέντα , πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part pass masc acc sg προεψηθέντα , πρό ἑψάω aor part pass neut nom/voc/acc pl (attic ionic) προεψηθέντα , πρό ἑψάω aor part pass masc acc sg (attic ioni … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψήσαντα — πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part act neut nom/voc/acc pl προεψήσαντα , πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part act masc acc sg προεψήσαντα , πρό ἑψάω aor part act neut nom/voc/acc pl (attic ionic) προεψήσαντα , πρό ἑψάω aor part act masc acc sg (attic ionic) π … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέψουσι — πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προέψουσι , πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέψουσιν — πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προέψουσιν , πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέψων — πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres part act masc nom sg προέψων , πρό ἑψάω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) προέψων , πρό ἑψάω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) προέψων , πρό ψάω rub imperf ind act 3rd pl προέψων , πρό ψάω rub imperf ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψεῖν — πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres inf act (attic epic doric) προεψεῖν , πρό ἑψάω pres inf act (attic epic doric ionic) προεψεῖν , πρό ἑψέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψεῖσθαι — πρό ἕψω Acut. (Sp.) pres inf mp (attic epic) προεψεῖσθαι , πρό ἑψάω pres inf mp (attic epic ionic) προεψεῖσθαι , πρό ἑψέω pres inf mp (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψηθεῖσα — πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part pass fem nom/voc sg προεψηθεῖσα , πρό ἑψάω aor part pass fem nom/voc sg (attic ionic) προεψηθεῖσα , πρό ἑψέω aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεψηθείσῃ — πρό ἕψω Acut. (Sp.) aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) προεψηθείσῃ , πρό ἑψάω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) προεψηθείσῃ , πρό ἑψέω aor part pass fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)