φονεύτρια

φονεύτρια

φονεύτρια, , fem. zu φονευτής, Mörderinn, Schol. Eur. Or. 261 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φονεύτρια — murderess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονεύτρια — ἡ, ΜΑ βλ. φονευτής …   Dictionary of Greek

  • φονευτρίας — φονευτρίᾱς , φονεύτρια murderess fem acc pl φονευτρίᾱς , φονεύτρια murderess fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτρίαις — φονεύτρια murderess fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονεύτριαι — φονεύτρια murderess fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονεύτριαν — φονεύτρια murderess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονευτής — ό, και τ. θηλ. φονεύτρια, ΜΑ [φονεύω] φονιάς μσν. (το θηλ. με σημ. επιθ.) η φονική …   Dictionary of Greek

  • φονός — (I) ἡ, Α αυτή που φονεύει, φονεύτρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. φονός (ἡ) < φόνος, με καταβιβασμό τού τόνου. Η ύπαρξη τού επιθ. φονός, ή, όν παραμένει αμφίβολη]. (II) ή, όν, Α φονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φονός (Ι)] …   Dictionary of Greek

  • ερυσιφίδες — (erysiphaceae). Οικογένεια παρασιτικών μυκήτων των φύλλων πολλών φυτών, που είναι γνωστοί κυρίως με την ονομασία ωίδιο. Από τις υφές του μυκηλίου αποχωρίζονται ασκοσπόρια, που μεταφέρονται με τον άνεμο στα φύλλα. Σε λίγες ημέρες το φυτό είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”