- φοβερ-όφθαλμος
φοβερ-όφθαλμος, = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβερ-όφθαλμος, = Folgdm, Erkl. von γλαυκὸς δράκων, Schol. Pind. Ol. 8, 37.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πονηρόφθαλμος — ον, Α αυτός που έχει πονηρό, βάσκανο μάτι, αυτός που το βλέμμα του ματιάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πονηρός + όφθαλμος (< ὀφθαλμός), πρβλ. φοβερ όφθαλμος] … Dictionary of Greek