- φοβερ-ωπός
φοβερ-ωπός, = Folgdm, Orph. tr. 8, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοβερ-ωπός, = Folgdm, Orph. tr. 8, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλογώψ — ῶπος, ὁ, ἡ, Α φλογωπός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + ώψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
χρυσώψ — ῶπος, ὁ, Α χρυσωπός, λαμπερός σαν χρυσάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ωψ (< θ. οπ τού ὄπωπα*), πρβλ. φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek
κελαινώψ — κελαινώψ, ὁ, ἡ (Α) κελαινώπας*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + ώψ (< ὤψ, ὠπός: «όψη»), πρβλ. τυφλ ώψ, φοβερ ώψ] … Dictionary of Greek