- φοινῑκηΐς
φοινῑκηΐς, ίδος, bes. poet. fem. zu φοινικήϊος. Auch = φοινικίς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινῑκηΐς, ίδος, bes. poet. fem. zu φοινικήϊος. Auch = φοινικίς, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινικηΐς — ΐδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) 1. «φοινικίς» 2. «ἀνεμώνη». [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (Ι), οίνικος «πορφυρό χρώμα» + κατάλ. ηΐς (πρβλ. ποταμ ηΐς)] … Dictionary of Greek
φοινικηίδες — φοινικηίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)