- φοινῑκο-σκελής
φοινῑκο-σκελής, ές, mit purpurrothen Schenkeln, Füßen, Eur. Ion 1207 φοινικοσκελεῖς χηλὰς παρεῖσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινῑκο-σκελής, ές, mit purpurrothen Schenkeln, Füßen, Eur. Ion 1207 φοινικοσκελεῖς χηλὰς παρεῖσα.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μακροσκελής — ές (AM μακροσκελής, ές) αυτός που έχει μακριά σκέλη, μακριά πόδια νεοελλ. 1. (για προφορικό ή γραπτό λόγο) αυτός που αποτελείται από μακρές περιόδους, μακροπερίοδος 2. εκτεταμένος, πολύ διεξοδικός («μακροσκελές άρθρο»). [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * +… … Dictionary of Greek
χαλκοσκελής — ές, Α αυτός που έχει χάλκινα σκέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + σκελής (< σκέλος), πρβλ. βραχυ σκελής, φοινικο σκελής] … Dictionary of Greek