- προ-αυξής
προ-αυξής, ές, zunehmend an Größe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αυξής, ές, zunehmend an Größe, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαυξής — ές, Α 1. αυτός που πήρε πλήρη ανάπτυξη, ο τελείως αυξημένος 2. ο σχετικός με ηλικιωμένα άτομα («νόσοι προαυξέες» νόσοι που προσβάλλουν ηλικιωμένα άτομα, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αυξής (< αὔξω), πρβλ. δυσ αυξής] … Dictionary of Greek