- φοινῑκό-πτερος
φοινῑκό-πτερος, mit purpurnen Flügeln; ὄρνις Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ φοινικόπτερος, ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοινῑκό-πτερος, mit purpurnen Flügeln; ὄρνις Cratin. bei Ath. IX, 373 d; ὁ φοινικόπτερος, ein rother Wasservogel, Ar. Av. 275, der Flamingo.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κολεόπτερος — η, ο (Α κολεόπτερος, ον) (για έντομα) αυτός που έχει τα φτερά μέσα σε κολεό, σε θήκη νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κολεόπτερα τάξη εντόμων, με πλήρεις μεταμορφώσεις, εφοδιασμένων με δύο ζεύγη ανόμοιων φτερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολεός + πτερος… … Dictionary of Greek
λαχανόπτερος — λαχανόπτερος, ὁ (Α) αυτός που έχει πτέρυγες από λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + πτερόν (πρβλ. κυκυό πτερος, φοινικό πτερος)] … Dictionary of Greek