φοιβήτωρ, ορος, ὁ, = φοιβητής, Orph. Lith. 11, 45.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβήτωρ — ορος, ὁ, Α φοιβητής*, προφήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιβῶ «προφητεύω» + κατάλ. τωρ (πρβλ. κοσμή τωρ)] … Dictionary of Greek
φοιβήτορι — φοιβήτωρ masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)