- φηγίνεος
φηγίνεος, zsgz. φηγινοῦς, = φήγινος, κρητήρ Qu. Maec. 7 (VI, 33).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φηγίνεος, zsgz. φηγινοῦς, = φήγινος, κρητήρ Qu. Maec. 7 (VI, 33).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φηγινέος — η, ον, θηλ. και α, Α φήγινος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φηγός + κατάλ. ιν εος (< κατάλ. ινος + κατάλ. εος), πρβλ. κεδρ ίν εος, πυξ ίν εος] … Dictionary of Greek
φηγίνεον — φηγινέος masc acc sg φηγινέος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φηγινέην — φήγινος oaken fem acc sg (epic ionic) φηγινέος fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)