- προ-αυλίζομαι
προ-αυλίζομαι, mit dem aor. pass. u. med., sich wo vorlagern, App. Hisp. 25. – Vgl. auch προαυλέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αυλίζομαι, mit dem aor. pass. u. med., sich wo vorlagern, App. Hisp. 25. – Vgl. auch προαυλέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαυλίζομαι — Α στρατοπεδεύω μπροστά από κάποιο τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αὐλίζομαι «διανυκτερεύω, στρατοπεδεύω»] … Dictionary of Greek
προαυλίζεσθαι — πρό αὐλίζομαι lie in the pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προηυλίζοντο — πρό αὐλίζομαι lie in the imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)