- φλεβάζω
φλεβάζω, = φλέω, φλύω, βρύω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεβάζω, = φλέω, φλύω, βρύω, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεβάζω — Α [φλέψ, φλεβός] φλέω* … Dictionary of Greek
φλεβάζοντες — φλεβάζω pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβῶν — φλέψ blood vessel fem gen pl φλεβάζω fut part act masc voc sg φλεβάζω fut part act neut nom/voc/acc sg φλεβάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek