φλεβικός

φλεβικός

φλεβικός, von den Adern, dazu gehörig, πόρος, Adergang, Aderröhre, Arist. H. A. 3, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλεβικός — ή, ό / φλεβικός, ή, όν, ΝΜΑ [φλέψ, φλεβός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε φλέβα («φλεβικό αίμα») νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από φλέβες («φλεβικό σύστημα») 2. (πετρογρ.) γεωλογικός όρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τών… …   Dictionary of Greek

  • φλεβικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φλέβα ή στις φλέβες: Φλεβικό σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβίσιος, -ια, -ιο — φλεβικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλεβικῶν — φλεβικός of a vein fem gen pl φλεβικός of a vein masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεβικοῖς — φλεβικός of a vein masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλεβικοί — φλεβικός of a vein masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

  • φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… …   Dictionary of Greek

  • φλεβήσιος — α, ο, Ν φλεβικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέβα + κατάλ. ήσιος (πρβλ. βουν ήσιος)] …   Dictionary of Greek

  • φλεβόλιθος — ο, Ν ιατρ. μικρός αποτιτανωμένος φλεβικός θρόμβος, στρογγυλού συνήθως σχήματος, τυχαίο ακτινολογικό εύρημα χωρίς παθολογική σημασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phlebolith (< φλέβα + λίθος). Η λ., στον πληθ. φλεβόλιθοι, μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”