- φλεγματίας
φλεγματίας, ὁ, ion. φλεγματίης, voll Schleim, daran leidend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεγματίας, ὁ, ion. φλεγματίης, voll Schleim, daran leidend, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεγματίας — φλεγματίᾱς , φλεγματίας Aër. masc acc pl φλεγματίᾱς , φλεγματίας Aër. masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίας — και ιων. τ. φλέγματος, ου, ὁ, Α 1. φλεγματιαῑος* 2. αυτός που πάσχει από ύδρωπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέγμα, ατος + επίθημα ίας (πρβλ. τραυματ ίας)] … Dictionary of Greek
φλεγματίαι — φλεγματίας Aër. masc nom/voc pl φλεγματίᾱͅ , φλεγματίας Aër. masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίαις — φλεγματίας Aër. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίαισι — φλεγματίας Aër. masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίης — φλεγματίας Aër. masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίῃ — φλεγματίας Aër. masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίῃσι — φλεγματίας Aër. masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίῃσιν — φλεγματίας Aër. masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίαν — φλεγματίᾱν , φλεγματίας Aër. masc acc sg (attic epic doric aeolic) φλεγματίας Aër. masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεγματίᾳ — φλεγματίαι , φλεγματίας Aër. masc nom/voc pl φλεγματίᾱͅ , φλεγματίας Aër. masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)