- φθεγματικός
φθεγματικός, ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθεγματικός, ertönend, μαντεῖον Max. Tyr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθεγματικός — ή, όν, Α [φθέγμα, ατος] αυτός που παράγει φωνή … Dictionary of Greek
φθεγματικόν — φθεγματικός vocal masc acc sg φθεγματικός vocal neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)