- φθειρικός
φθειρικός, von Läusen, Läuse betreffend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθειρικός, von Läusen, Läuse betreffend (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φθειρικός — ή, όν, ΜΑ [φθείρ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φθείρα … Dictionary of Greek
συντονάριος — ὁ, ΜΑ 1. φθειρικός* 2. πιθ. αυτός που έδινε ρυθμό στους μουσικούς χτυπώντας το πόδι του στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σύντονος «έντονος, σύμφωνος» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. νομικ άριος] … Dictionary of Greek