- φοιβό-ληπτος
φοιβό-ληπτος, vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φοιβό-ληπτος, vom Phöbus ergriffen, begeistert, Lycophr. 1460.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φρενόληπτος — η, ο / φρενόληπτος, ον, ΝΜΑ φρενοβλαβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό ληπτος, φοιβό ληπτος] … Dictionary of Greek
φοιβόληπτος — η, ο / φοιβόληπτος, ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, ον, Α νεοελλ. αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευση αρχ. αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + ληπτος (<… … Dictionary of Greek