- φλεύω
(φλεύω, sengen, brennen, verbrennen), scheint nur imcompp. περιφλεύω vorzukommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
(φλεύω, sengen, brennen, verbrennen), scheint nur imcompp. περιφλεύω vorzukommen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φλεύω — Α φλέγω, καίω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλεύω, το οποίο απαντά μόνο «εν συνθέσει» (πρβλ. περι φλεύω / περι φλύω) έχει προέλθει από τ. *φλέFω, με αντιπροσώπευση τού F στη φωνηεντική του μορφή ως υ , και ανάγεται στην απαθή βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *bhl ew… … Dictionary of Greek
περιφλεύω — Α περικαίω, τσουρουφλίζω από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + *φλεύω «φλέγω, καίω» (βλ. λ. φλεύω)] … Dictionary of Greek
φλύω — Α 1. (κυρίως για νερό) βράζω, κοχλάζω 2. ξεχειλίζω 3. (στην ποίηση) (για φυτό) έχω ή παράγω πολλούς καρπούς 4. μτφ. είμαι φλύαρος, πολυλογάς 5. (το γ εν. πρόσ. μεσ. και παθ. ενεστ.) φλύεται (κατά τον Ιπποκρ.) «ὑγραίνεται». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλύω… … Dictionary of Greek