φθαρτικός

φθαρτικός

φθαρτικός, verderbend, verderblich, schädlich, tödtlich; μανία ἕξις φϑαρτικὴ ἀληϑοῠς ὑπολήψεως Plat. Defin. 416; ἡ κακία φϑαρτικὴ ἀρχῆς Arist. eth. Nic. 6, 5,6; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φθαρτικός — destructive masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικός — ή, ό / φθαρτικός, ή, όν, ΝΑ βλαβερός, ολέθριος νεοελλ. ιατρ. φθαρτογενής. επίρρ... φθαρτικώς / φθαρτικῶς, ΝΑ, και φθαρτικά Ν με καταστρεπτικό, επιβλαβή τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. τικός) …   Dictionary of Greek

  • φθαρτικός — ή, ό 1. αυτός που προκαλεί φθορά, καταστρεπτικός, φθοροποιός, επιβλαβής. 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εξωτερικό φθαρτό εμβρυϊκό υμένα: Φθαρτικά κύτταρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθαρτικά — φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc pl φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc/acc dual φθαρτικά̱ , φθαρτικός destructive fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικώτερον — φθαρτικός destructive adverbial comp φθαρτικός destructive masc acc comp sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικῶν — φθαρτικός destructive fem gen pl φθαρτικός destructive masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικόν — φθαρτικός destructive masc acc sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικώτατα — φθαρτικός destructive adverbial superl φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικώτατον — φθαρτικός destructive masc acc superl sg φθαρτικός destructive neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικαῖς — φθαρτικός destructive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φθαρτικαί — φθαρτικός destructive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”