φλόος

φλόος

φλόος, , zsgz. φλοῠς, im accus. auch metaplastisch φλόα, Nic. Al. 302, = φλοιός; – 1) Rinde, Schaale der Gewächse. bes. Baumrinde, Borke, Diosc.; – später übrtr. von der Haut der Menschen und Schlangen, Nic. a. a. O. u. Ther. 392. – 2) Blüthe oder übh. blühender, kräftiger Zustand einer Pflanze, Arat. Phaen. 335.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλόος — skin masc nom sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόος — (I) ὁ, Α [φλέω] περίοδος ακμής ενός φυτού, άνθηση. (II) ὁ, Α βλ. φλοιός …   Dictionary of Greek

  • φλοῦς — φλόος skin masc acc pl (attic) φλόος skin masc nom sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόον — φλόος skin masc acc sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλοιός — Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το εξωτερικό περίβλημα του κορμού ή των κλαδιών του δέντρου, το περίβλημα των καρπών, το εξωτερικό στρώμα της γήινης σφαίρας, η φαιά ουσία που περιβάλλει τα ημισφαίρια του εγκεφάλου, η εξωτερική στιβάδα των… …   Dictionary of Greek

  • Phloem — Cross section of a flax plant stem: 1. Pith, 2. Protoxylem, 3. Xylem I, 4. Phloem I, 5. Sclerenchyma (bast fibre), 6. Cortex, 7. Epidermis In vascular plants, phloem is the living tissue that carries organic …   Wikipedia

  • Φλεύς — και Φλέος, ὁ, Α επίθετο τού Διονύσου. [ΕΤΥΜΟΛ. Προσωνυμία τού Διονύσου η οποία απαντά με ποικιλία μορφών (πρβλ. Φλέος, Φλεῖος, Φλιοῦς, Φλεών, Φεύς) και πρέπει να συνδεθεί με την οικογένεια τών φλέω* «είμαι γεμάτος χυμό, είμαι πλήρης», φλόος… …   Dictionary of Greek

  • φλέω — Α 1. είμαι εντελώς γεμάτος («δωμάτων φλεόντων ὑπέρφευ», Αισχύλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «φλεῖ γέμει, εὐκαρπεῖ, πολυκαρπεῖ» β. «φλέοντας... φλυαροῦντας». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φλέω (< *φλέFω, πρβλ. πλέω < *πλέFω, ῥέω < *ῥέFω) ανάγεται στην απαθή …   Dictionary of Greek

  • φλέως — ω, ο, ΝΑ, και φλέο, το, Ν, και φλέος, και ιων. τ. φλοῡς, και φλοῡν, τὸ, Α νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων αγρωστωδών φυτών αρχ. είδος υδροχαρούς καλάμου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ονομασία φυτού, αβέβαιης ετυμολ., η οποία απαντά με τις μορφές: φλέως …   Dictionary of Greek

  • φλούδι — το / φλούδιον, ΝΜΑ, και φλοίδι Ν [φλοιός / φλοῡς] νεοελλ. κέλυφος, τσόφλι («το φλούδι τού αβγού») νεοελλ. μσν. φλοιός αρχ. υποκορ. τού φλόος* (II) …   Dictionary of Greek

  • φλοῦν — φλέω teem with abundance pres part act masc voc sg (attic epic doric) φλέω teem with abundance pres part act neut nom/voc/acc sg (attic epic doric) φλέω teem with abundance imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) φλέω teem with abundance imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”