φλόμος

φλόμος

φλόμος, , Wollkraut, Kerzenkraut, verbascum; Cratin. bei Phryn. p. 110; Theophr.; wird auch φλῶμος, φλόνος, πλόμος geschrieben, und hängt wahrscheinlich mit φλόξ, φλογμός zusammen, weil die dicken, fetten, rauhen Blätter statt der Dochte in den Lampen dienten, Diosc.; vgl. Poll. 6, 103. 10, 115.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλόμος — mullein. Verbascum sinuatum masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόμος — ο, ΝΜΑ, και σφλόμος και φλώμος Ν, και φλῶμος Μ, και φλόνος και θηλ. φλόμος, ἡ, ΜΑ, και πλόμος Α κοινή σήμερα ονομασία ειδών φυτών τού γένους βερμπάσκο, αλλ. φλομόχορτο νεοελλ. 1. βοτ. κοινή ονομασία ειδών τού γένους φλομίς και ιδίως τού είδους… …   Dictionary of Greek

  • φλόμος — ο 1. κοινή ονομασία των φυτών «φλομίδα», «βερβάσκο», «ευφόρβιο». 2. η ναρκωτική ουσία που βγαίνει από το φυτό «βερβάσκο» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλόμοι — φλόμος mullein. Verbascum sinuatum masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόμον — φλόμος mullein. Verbascum sinuatum masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόμου — φλόμος mullein. Verbascum sinuatum masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλόμῳ — φλόμος mullein. Verbascum sinuatum masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φλομίς — (phlomis). Γένος χειλανθών φυτών, που φυτρώνουν στις παραμεσόγειες χώρες και στην εύκρατη Ασία. Είναι πολυετείς πόες με απλά φύλλα και άνθη μεγάλα κοκκινωπά ή κίτρινα. Περλαμβάνει περίπου 80 είδη, ορισμένα από τα οποία φυτρώνουν και στην Ελλάδα… …   Dictionary of Greek

  • νέκυια — η (Α νέκυια και νεκύα) 1. μαγική τελετή που αποσκοπούσε στην πρόσκληση τού πνεύματος κάποιου νεκρού από τον Άδη για να μαντεύσει για το μέλλον («μάγων τοὺς ἀρίστους ζητήσαντι νεκυίᾳ τε χρησαμένῳ μαθεῑν περὶ τοῡ τέλους τοῡ βίου αὐτοῡ», Ηρωδιαν.) 2 …   Dictionary of Greek

  • πλόμος — ὁ, Α φλόμος, βουκάμινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. της λ. φλόμος*] …   Dictionary of Greek

  • σπλόνος — ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού φυτού ευφόρβιο το δενδροειδές, αλλ. φλόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλ. ονομ. τού φυτού αντί φλόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”