φλόγωμα

φλόγωμα

φλόγωμα, τό, das Verbrannte, Geröstete, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλόγωμα — ώματος, το, ΝΑ [φλογῶ / ώνω] νεοελλ. ερεθισμός που συνοδεύεται από ερύθημα, φλόγωση αρχ. (κατά τον Ησύχ.) η σκληρή εξωτερική επιφάνεια ψημένου ψωμιού, κόρα (II) …   Dictionary of Greek

  • φλόγωμα — το, ατος κάθε τοπική φλόγωση που φαίνεται στο σώμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλογώματα — φλόγωμα that which is overbaked neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”