φλυζάκιον

φλυζάκιον

φλυζάκιον, τό, dim. zu φλύκταινα, Bläschen, Galen. aus Hippocr. erkl. ψυδράκιον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φλυζάκιον — τὸ, Α υποκορ. μικρή φλύκταινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού ιατρικού λεξιλογίου σχηματισμένος από το ρ. φλύζω / φλύω είτε με τη σημ. «βράζω, ξεχειλίζω, αναβλύζω» (για υγρό που βράζει) είτε με τη σημ. «φουσκώνω, πρήζομαι» (για τις σημ. βλ. λ. φλύω) με… …   Dictionary of Greek

  • φλυζάκια — φλυζάκιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”