φοράδην — borne along indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδην — ΜΑ, και δωρ. τ. φοράδαν Α επίρρ. (κυρίως για ασθενείς) με μεταφορά πάνω σε φορείο, σηκωτά αρχ. με ορμητικό τρόπο, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. άδην (πρβλ. τροχ άδην)] … Dictionary of Greek
FERETRUM — a ferendo, Gr. φορεῖον, capulus erat, in quo defuncti cadaver, ad sepulturam efferrimos. Quod munus propinquioribus virilis sexus apud Romanos incum bebat, Serv. Itaqueve filii interdum parentes, et fratres sorores interdum elatas funere… … Hofmann J. Lexicon universale
υπερορμαίνω — Α κινούμαι με πολύ μεγάλη ορμή («Ζεὺς ὑπερορμαίνων φοράδην ὑπὲρ ἀστέρα πατρός», Μαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ὁρμαίνω «είμαι ορμητικός» (< ὁρμή)] … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek
φοράδαν — Α επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. φοράδην … Dictionary of Greek
φορηδόν — Α επίρρ. σηκωτά, φοράδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φέρω + επιρρμ. κατάλ. ηδόν* (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek