- φορο-γράφος
φορο-γράφος, ὁ, der Tributschreiber, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορο-γράφος, ὁ, der Tributschreiber, Greg. Naz.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λαογράφος — ο (Α λαογράφος) νεοελλ. ο επιστήμονας που ασχολείται με τη λαογραφία αρχ. 1. αυτός που έκανε απογραφή στον πληθυσμό 2. αξιωματούχος που προσδιόριζε τον κεφαλικό φόρο. [ΕΤΥΜΟΛ. λαο * + γράφος (< γράφω). Η λ. με τη νεοελληνική της σημ. είναι… … Dictionary of Greek