- προ-αρδεύω
προ-αρδεύω, vorher bewässern, Clem. Al. strom. 1, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-αρδεύω, vorher bewässern, Clem. Al. strom. 1, 1, 17.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προαρδεύομεν — προᾱρδεύομεν , πρό ἀρδεύω water imperf ind act 1st pl (doric aeolic) προαρδεύομεν , πρό ἀρδεύω water pres ind act 1st pl προαρδεύομεν , πρό ἀρδεύω water imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προαρδεύσαντες — πρό ἀρδεύω water aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υδρεύω — ὑδρεύω, ΝΜΑ (κυρίως μεσ.) υδρεύομαι προμηθεύομαι νερό για τις ανάγκες μου, εφοδιάζομαι με νερό αρχ. ενεργ. 1. αντλώ ή κουβαλώ, μεταφέρω νερό («κούρῃ δὲ ξύμβλητο πρὸ ἄστεος ὑδρευούσῇ», Ομ. Οδ.) 2. αρδεύω, ποτίζω («δεῑ δ ὑδρεύειν εὖ μάλα κατὰ τῆς… … Dictionary of Greek