φορκός

φορκός

φορκός, weiß, weißgrau, Lycophr. 477, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φόρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρκος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορκός — ή, όν, Α (ποιητ. τ.) (κυρίως το ουδ.) φορκόν (κατά τον Ησύχ.) «λευκόν, πολιόν, ῥυσόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. φορκός, το οποίο απαντά μόνο στη γλώσσα τού Ησύχ. και σε κάποια ονόματα θεών (πρβλ. Φόρκος, Φορκίδες, Φόρκυς), ανάγεται, κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Φόρκος — ο, ΝΑ μυθ. 1. ο Φόρκυς 2. ο τόπος όπου πήγαιναν οι νεκροί, κατοικούσαν οι Ερινύες και η Περσεφόνη και φυλακίζονταν αιώνια οι ασεβείς, το Έρεβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. φορκός] …   Dictionary of Greek

  • Φόρκοιο — Φόρκος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρκοιο — φόρκος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκου — Φόρκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρκου — φόρκος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φόρκῳ — Φόρκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρκῳ — φόρκος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Phorcos — Phorcys (dieu) Pour les articles homonymes, voir Phorcys. Dans la mythologie grecque, Phorcys ou Phorcos (en grec ancien Φόρκυς / Phórcus, Φόρκυν / Phórcun ou Φόρκος / …   Wikipédia en Français

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”