φορύνω

φορύνω

φορύνω, = φύρω, eigtl. durcheinanderkneten, vom Brotteige, Hippocr.; dah. übh. vermischen, färben, gew. beflecken, besudeln, σῖτός τε κρέα τ' ὀπτὰ φορύνετο Od. 22, 21; u. sp. D., λύϑρῳ ἐφορύνετο γαῖα Qu. Sm. 2, 356; δάκρυσσι φορύνετο τεύχη 3, 604.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορύνω — φορύ̱νω , φορύνω defile aor subj act 1st sg φορύ̱νω , φορύνω defile pres subj act 1st sg φορύ̱νω , φορύνω defile pres ind act 1st sg φορύ̱νω , φορύνω defile aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορύνω — Α παθ. φορύνομαι λερώνομαι, κηλιδώνομαι («σῑτός τε κρέα τ ὀπτὰ φορύνετο», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύνω (< *φορῠνjω] έχει σχηματιστεί από θ. φορῠ με έρρινο ένθημα ν και ενεστ. επίθημα jω (πρβλ. βαρύς: βαρύνω). Στο ίδιο θ., εξάλλου, ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • πεφορύνθαι — φορύνω defile perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορύνει — φορύ̱νει , φορύνω defile aor subj act 3rd sg (epic) φορύ̱νει , φορύνω defile pres ind mp 2nd sg φορύ̱νει , φορύνω defile pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • берлога — диал. мерлога, мерлуга то же, русск. цслав. бьрлогъ, укр. берлога соломенная подстилка, скверная постель , болг. бърлок мусор, мутные помои , сербохорв. брлог свинарник, логово, мусорная свалка , брльог – то же, словен. brlòg, род. brlǫga… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Φορύη — ἡ, Α όνομα Τιτανίδος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί πιθ. από το θ. φορῠ τού φορύνω*] …   Dictionary of Greek

  • φολύνει — Α πιθ. (κατά τον Ησύχ.) «μολύνει, καταπίμπλησιν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από συμφυρμό τών ρ. φορύνω και μολύνω] …   Dictionary of Greek

  • φορυτός — ὁ, ΜΑ σκουπίδια, σκύβαλα, που τά μεταφέρει ο άνεμος αρχ. 1. ξερά χορτάρια με τα οποία προστάτευαν από σπάσιμο τα πήλινα αγγεία («δός μοι φορυτόν, ἵν αὐτὸν ἐνδήσας φέρω», Αριστοφ.) 2. φρ. «βρωμάτων φορυτός» φαγητό με πολλά ανακατεμένα υλικά… …   Dictionary of Greek

  • φορύσσω — Α 1. ανακατεύω, ζυμώνω («μέλιτι ἑφθῷ φορύξαντα καὶ φυρήσαντα», Ιπποκρ.) 2. κηλιδώνω, λερώνω («φορύξας αἵματι πολλῷ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. φορύσσω (< *φορυκjω) έχει σχηματιστεί από το θ. φορῠ (βλ. λ. φορύνω) με ουρανική παρέκταση κ (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • φρέαρ — ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, ητός, Α βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ) νεοελλ. 1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου …   Dictionary of Greek

  • φόρυς — υος, ὁ, Α ο δακτύλιος τού πρωκτού. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται μάλλον για μεταρρηματ. παρ. τών φορύνω / φορύσσω, παρά για αρχ. τ. από όπου σχηματίστηκαν μετονοματικά τα ρ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”