φορυκτός

φορυκτός

φορυκτός, adj. verb. von φορύσσω, durch einander gerührt, gefärbt, befleckt, Lycophr. 863.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φορυκτός — ή, όν, Α [φορύσσω] κηλιδωμένος, λεκιασμένος …   Dictionary of Greek

  • φορυκτόν — φορυκτός stained masc acc sg φορυκτός stained neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φορυκτούς — φορυκτός stained masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αιμοφόρυκτος — αἱμοφόρυκτος, ον (Α) ο μολυσμένος με αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα + φορυκτὸς < φορύσσω «ρυπαίνω, μολύνω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”