- φορτο-βαστάκτης
φορτο-βαστάκτης, ὁ, Lastträger, Schol. Plat. Rep. X, 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορτο-βαστάκτης, ὁ, Lastträger, Schol. Plat. Rep. X, 476.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ματαιοβαστάκτης — ματαιοβαστάκτης, ὁ (Α) αυτός που λέει ανοησίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + βαστακτής (< βαστάζω), πρβλ. φορτο βαστάκτης] … Dictionary of Greek