- φορτ-ηγός
φορτ-ηγός, lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φορτ-ηγός, lasttragend, Lastträger, Theogn. 679; Lastschiffer, Handelsmann, B. A. 71; ναυβάτης Aesch. frg. 243; vom Schiffe, Poll. 1, 83.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επιβατηγός — ό (AM ἐπιβατηγός, όν) αυτός που μεταφέρει επιβάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιβατηγό μεταφορικό μέσο για διακίνηση επιβατών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βατ ός (< βαίνω) + ηγός (< άγω, πρβλ. κυν ηγός, φορτ ηγός)] … Dictionary of Greek