- φαάντατος
φαάντατος, unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαάντατος, unregelm. superl. zu φαεινός, der glänzendste, hellste, ἀστήρ Od. 13, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαάντατος — more brilliant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαάντατος — άτη, ον, Α (επικ. τ.) (υπερθ. τού φαεινός) φωτεινότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φăᾱν τατος (< *φαFeντα τος, με διέκταση, πρβλ. φόως: φῶς*) έχει σχηματιστεί από ένα θ. *φαF εν παρλλ. τού σιγμόληκτου *φαFεσ τού φάος / φῶς* (για τις μορφές αυτές τού θ. βλ … Dictionary of Greek
φαάντατον — φαάντατος more brilliant masc acc sg φαάντατος more brilliant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαάντατα — φαάντατος more brilliant neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαάντατε — φαάντατος more brilliant masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)