- φαβο-τύπος
φαβο-τύπος, ὁ, Taubenstößer, Arist. H. A. 8, 3, eine Art Habicht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαβο-τύπος, ὁ, Taubenstößer, Arist. H. A. 8, 3, eine Art Habicht.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κεντροτύπος — κεντροτύπος, ον (Α) 1. αυτός που χτυπάει με κεντρί 2. (κατά τον Ησύχ.) «κεντροτύπος μοχθηρός, φαῡλος ἤ κεντροποιός, πανοῡργος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρον + τύπος (< τύπος < τύπτω), πρβλ. φαβο τύπος, χαλκο τύπος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ … Dictionary of Greek