φακῆ

φακῆ

φακῆ, , 1) die Hülsenfrucht der Linse. – 2) bes. die daraus bereitete Speise, das Linsengericht; Ar. Equ. 1002 Vesp. 811 Plut. 192 u. öfter; Ath. IV, 158; Phanias bei Ath. IX, 406 allgemein von Hülsenfrüchten.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φακῆ — dish of lentils fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῇ — φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… …   Dictionary of Greek

  • φακή — η 1. είδος θρεπτικού όσπριου της οικογένειας Ψυχανθή. 2. ο καρπός αυτού του όσπριου. 3. φαγητό με αυτό το όσπριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φακᾶ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc/acc dual (attic doric) φακῆ dish of lentils fem nom/voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακᾶς — φακῆ dish of lentils fem acc pl (attic doric) φακῆ dish of lentils fem gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆι — φακῇ , φακῆ dish of lentils fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακαῖ — φακῆ dish of lentils fem nom/voc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆν — φακῆ dish of lentils fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῆς — φακῆ dish of lentils fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”