φαγέδαινα

φαγέδαινα

φαγέδαινα, , 1) ein um sich fressendes, krebsartiges Geschwür, φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσϑίει ποδός Aesch. frg. 231, u. Dem. 25, 95. – 2) = φάγαινα, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαγέδαινα — cancerous sore fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγέδαινα — η, ΝΑ ιατρ. ελκώδης διαβρωτική εξεργασία μσν. νόσος τών μελισσών αρχ. 1. καρκινωτικό έλκος, καρκινοειδής πληγή («φαγέδαινα ἥ μου σαρκὸς ἐσθίει ποδός», Αισχύλ.) 2. ακόρεστη πείνα, αδηφαγία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ …   Dictionary of Greek

  • φαγέδαινα — η (ιατρ.), διαβρωτική των σαρκών αρρώστια με έλκη, καθώς και τα έλκη τέτοιου είδους (καρκινωτικά, αφροδίσια κτλ.), η φάγουσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαγεδαίνας — φαγεδαίνᾱς , φαγέδαινα cancerous sore fem acc pl φαγεδαίνᾱς , φαγέδαινα cancerous sore fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγέδαιν' — φαγέδαινα , φαγέδαινα cancerous sore fem nom/voc sg φαγέδαιναι , φαγέδαινα cancerous sore fem nom/voc pl φαγέδαινε , φαγεδαίνω pres imperat act 2nd sg φαγέδαινε , φαγεδαίνω imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγεδαινῶν — φαγέδαινα cancerous sore fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγεδαίναις — φαγέδαινα cancerous sore fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγεδαίνης — φαγέδαινα cancerous sore fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγεδαίνῃ — φαγέδαινα cancerous sore fem dat sg (attic epic ionic) φαγεδαίνω pres subj mp 2nd sg φαγεδαίνω pres ind mp 2nd sg φαγεδαίνω pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγέδαιναι — φαγέδαινα cancerous sore fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαγέδαιναν — φαγέδαινα cancerous sore fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”