φαγάς

φαγάς

φαγάς od. φαγᾶς, οῦ od. ᾶ, ὁ, der Fresser, Cratin., s. Lob. Phryn. p. 434.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φαγάς — ο / φαγᾱς, ΝΜΑ, θηλ. φαγού, ουδ. φαγούδικο, Ν αδηφάγος, λαίμαργος νεοελλ. παροιμ. «απ ακριβό βλέπεις, από φαγά δε βλέπεις» είναι πιο εύκολο να δώσει χρήματα ο φιλάργυρος, παρά φαγητό ο λαίμαργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω»… …   Dictionary of Greek

  • φαγάς — ο θηλ. ού αδηφάγος, λαίμαργος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε …   Dictionary of Greek

  • φαγάδικος — η, ο, Ν 1. (για πρόσ.) φαγάς 2. (για κατοικίδιο ζώο) αυτός που για τη συντήρησή του χρειάζεται πολλή τροφή, που καταναλώνει μεγάλες ποσότητες τροφής 3. (για μηχανή) αυτός που για την λειτουργία του χρειάζεται μεγάλη ποσότητα καυσίμων 4. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • -άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… …   Dictionary of Greek

  • Γνάθων — Γνάθων, ο (Α) [γνάθος] αυτός που έχει το στόμα μπουκωμένο, ο φαγάς, ο παράσιτος …   Dictionary of Greek

  • αδηφάγος — Ονομασία γένους σαρκοφάγων θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Ζουν στη Σιβηρία, στον Καναδά, στην Αλάσκα και στην Αρκτική περιοχή. Παλαιότερα ζούσαν και σε νοτιότερες περιοχές της Ευρώπης, σήμερα όμως ελάχιστα υπάρχουν στη Σκανδιναβική… …   Dictionary of Greek

  • αλικούτης — ο 1. υπερβολικά λαίμαργος, φαγάς 2. αχόρταγος, άπληστος …   Dictionary of Greek

  • αλογοφαγάς — ο (θηλ. φάγισα ή ισσα) 1. αυτός που τρώει αλογήσιο κρέας (σε παραδόσεις ή λαϊκά παραμύθια) 2. το θηλ. α) γυναίκα φλύαρη και αδιάντροπη β) γυναίκα ανδροπρεπής γ) πλεονέκτρια, αχόρταγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλογο + φαγάς] …   Dictionary of Greek

  • βορράς — και βοριάς, ο (AM βορρᾱς, Α και Βορέας, ου, Βορέης και Βορῆς, έω και Βορεύς έως) το ένα από τα τέσσερα κύρια σημεία του ορίζοντα, αυτό που βρίσκεται προς τον Βόρειο Πόλο 2. βόρειος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ερμηνεύθηκε ως «άνεμος του… …   Dictionary of Greek

  • βουφάγος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας των Αρκάδων του οποίου το όνομα πήρε ο παραπόταμος του Αλφειού. Ο μύθος αναφέρει ότι ήταν γιος του Ιαπετού και της Θόρνακας και ότι δολοφονήθηκε από την Άρτεμη γιατί φανέρωσε τον ερωτικό του πόθο γι’ αυτήν. Κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”