- φαιδιμόεις
φαιδιμόεις, εσσα, εν, seltnere poet. Nebenform statt φαίδιμος, Il. 13, 686 φαιδιμόεντες Ἐπειοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαιδιμόεις, εσσα, εν, seltnere poet. Nebenform statt φαίδιμος, Il. 13, 686 φαιδιμόεντες Ἐπειοί.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φαιδιμόεις — φαίδιμος shining masc nom sg φαιδιμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαιδιμόεις — εσσα, εν, Α φαίδιμος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ. τού επιθ. φαίδιμος σχηματισμένος με την κατάλ. όεις* για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
φαιδιμόεντες — φαίδιμος shining masc nom/voc pl φαιδιμόεις masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)