φακός

φακός

φακός, , 1) die Linsenpflanze u. ihre Frucht, die bes. bei Leichenbegängnissen gegessen wurde; Solon 30; Her. 4, 17 u. A.; Diosc.; dah. τὸν φακὸν ηὐτρέπισαν Nicarch. 26 (XI, 119); – φακὸς ὁ ἐπὶ τῶν τελμάτων, die Wasserlinse, Diosc. – 2) ein linsenförmiges Gefäß, eine flachrunde Wärmflasche, Hippocr. – 3) ein linsenförmiger Fleck am Leibe, Leberfleck, auch Sommersprossen; Medic.; Plut. S. N. V. 21.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φακός — lentil masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… …   Dictionary of Greek

  • φακός — ο σώμα από γυαλί ή άλλη διάφανη ύλη σχήματος φακής με τις δύο επιφάνειες καμπύλες (κυρτές ή κοίλες) ή τη μια καμπύλη και την άλλη επίπεδη: Αμφίκυρτος φακός. – Επιπεδόκοιλος φακός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηλεκτρονικός φακός — Μία διάταξη για την εστίαση μιας δέσμης ηλεκτρονίων με τη χρήση είτε ενός μαγνητικού πεδίου (μαγνητικός φακός) είτε ενός ηλεκτροστατικού πεδίου (ηλεκτροστατικός φακός), κατά τρόπο ανάλογο με την εστίαση μιας φωτεινής δέσμης από έναν oπτικό φακό.… …   Dictionary of Greek

  • αντικειμενικός (φακός) — Συγκλίνον οπτικό σύστημα, που αποτελείται από έναν ή περισσότερους φακούς ή κάτοπτρα, ικανό να παρέχει πραγματικά είδωλα των αντικειμένων που παρατηρούνται μέσα από αυτό. Ο α. είναι ένα ειδικό ομοαξονικό οπτικό σύστημα· οι ιδιότητες και η απόδοσή …   Dictionary of Greek

  • φακοῖς — φακός lentil masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακοῖσι — φακός lentil masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακοί — φακός lentil masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακοῦ — φακός lentil masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακούς — φακός lentil masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φακῶν — φακός lentil masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”