- προ-απο-ξηραίνω
προ-απο-ξηραίνω, vorher austrocknen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απο-ξηραίνω, vorher austrocknen, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξηρός — και ξερός, ή, ό, θηλ. και ξηρά (ΑΜ ξηρός, ά, όν, Α θηλ. και ξηρή) 1. αυτός που δεν περιέχει υγρασία, ο χωρίς νερό, στεγνός, άνυδρος (α. «ξερό ποτάμι» β. «χείμαρρους ξηροὺς ὕδατος», Αρρ.) 2. αυτός που έχει αποβάλει την ικμάδα του, τη ζωηρότητά του … Dictionary of Greek