φενᾱκιστικός

φενᾱκιστικός

φενᾱκιστικός, = φενακικός, Poll. 4, 51 im adv.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φενακιστικός — cheating masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακιστικός — ή, ό / φενακιστικός, ή, όν, ΝΑ [φενακίζω] αυτός που φενακίζει, που εξαπατά νεοελλ. αυτός που γίνεται με σκοπό τον φενακισμό ή αυτός που προσιδιάζει στον φενακιστή. επίρρ... φενακιστικώς / φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν με φενακιστικό, απατηλό …   Dictionary of Greek

  • φενακιστικός, -ή — ό αυτός που γίνεται για φενακισμό (βλ. λ.), που ταιριάζει σε φενακιστή (βλ. λ.), ο εξαπατητικός: Φενακιστικές υποσχέσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φενακιστικῶς — φενακιστικός cheating adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φενακιστικώς — φενακιστικῶς ΝΑ, και φενακιστικά Ν βλ. φενακιστικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”