- φιέλη
φιέλη, ἡ, ion. Form für φιάλη, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιέλη, ἡ, ion. Form für φιάλη, VLL.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιέλη — ἡ, Α ιων. τ. βλ. φιάλη … Dictionary of Greek
φιάλη — η, ΝΜΑ, και δ. γρφ. φιάλλη και ιων. τ. φιέλη Α νεοελλ. 1. τεχνολ. επίμηκες δοχείο με στενό στόμιο, από γυαλί, πλαστικό, μέταλλο ή άργιλο, που χρησιμοποιείται για αποθήκευση και μεταφορά υγρών, μπουκάλι, μποτίλια 2. φρ. α) «φιάλη αερίου» τεχνολ.… … Dictionary of Greek