- φιλ-ήδονος
φιλ-ήδονος, das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-ήδονος, das Vergnügen liebend, dem Vergnügen ergeben; Pol. 40, 6,11; Luc. Hermot. 36; νᾶμα Βάκχου Ep. ad. 80 (X, 118); – τὸ φιλήδονον, = φιληδονία, Plut. non posse 11.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλήδονος — η, ο / φιλήδονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά τις ηδονές, ιδίως τις σαρκικές, έκδοτος στις ηδονές, ηδυπαθής («καὶ τὸν βίον ὡς τὰ πολλὰ ἀσώτους καὶ φιληδόνους ἀποβαίνοντας», Πλούτ.) αρχ. 1. αυτός που προκαλεί ηδονή, ευφραντικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ… … Dictionary of Greek
μισηδονία — και δωρ. τ. μισαδονία, ἡ (Α) το μίσος, η απέχθεια για τις ηδονές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ* + ηδονία μέσω ενός αμάρτυρου *μισήδονος (< μισῶ + ήδονος < ἡδονή), πρβλ. φιλ ηδονία] … Dictionary of Greek