φιλήσιος

φιλήσιος

φιλήσιος, , Beiwort des Apollo, Macrob. 1, 17.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Φιλήσιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήσιος — φίλησις loving fem gen sg (epic doric ionic aeolic) φιλήσιος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλήσιος — ὁ, Α προσωνυμία τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φίλησις «αγάπη, στοργή» (< φιλῶ), αν δεν πρόκειται για εσφ. γρφ. αντί τού φίλιος] …   Dictionary of Greek

  • Φιλησίου — Φιλήσιος masc gen sg Φιλησίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλησίου — φιλήσιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλησίῳ — Φιλήσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλησίῳ — φιλήσιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φιλήσιον — Φιλήσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήσιον — φιλήσιος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ήσιος — κατάληξη επιθέτων τής αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής. Στην Αρχαία η κατάλ. ήσιος εμφανίζεται, κυρίως, αφ ενός μεν σε θέματα με χαρακτήρα οδοντικό (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος κ.ά.), αφ ετέρου δε σε επίθετα που έχουν χρονική σημασία (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • φιλήσια — τὰ, Α [Φιλήσιος] 1. (ενν. ἱερὰ) εορτή προς τιμήν τού Φιλησίου Απόλλωνος 2. (κατά τον Ησύχ.) «φιλοτήσια, προσφιλῆ»· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”