φιλ-ίστωρ

φιλ-ίστωρ

φιλ-ίστωρ, ορος, lernliebend, wißbegierig, neugierig, St. B.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κυνίστωρ — κυνίστωρ, ορος, ὁ (Α) αυτός που αφηγείται τα σχετικά με τα σκυλιά ή με τους κυνικούς φιλοσόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + ίστωρ* (πρβλ. προ ίστωρ, φιλ ίστωρ) …   Dictionary of Greek

  • πολυΐστωρ — ο, η, ΝΑ 1. πολυμαθής, πολύξερος («ὁ δὲ ποιητής πολύφωνός τις ὥν καὶ πολυΐστωρ», Στράβ.) νεοελλ. (για συγγραφέα) α) αυτός που γράφει για πολλά και ποικίλα θέματα β) αυτός που ασχολείται με διάφορα είδη τού γραπτού λόγου αρχ. (για πράγμα) αυτός… …   Dictionary of Greek

  • φιλίστωρ — Φιλολογικό περιοδικό με έδρα την Αθήνα (1961 62). Εκδότες του ήταν οι Σ. Κουμανούδης, Κ. Ξανθόπουλος και Δ. Μαυροφρύδης. * * * ορος, ο, η, ΝΜ (λόγιος τ.) φιλομαθής νεοελλ. αυτός που αγαπά την ιστορία και τις ιστορικές μελέτες. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • φιλοΐστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) φιλομαθής, φιλίστωρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἵστωρ / ἴστωρ «γνώστης»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”