- φιλ-έν-δοξος
φιλ-έν-δοξος, gern berühmt, ruhmliebend, Cic. Att. 13, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλ-έν-δοξος, gern berühmt, ruhmliebend, Cic. Att. 13, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φιλόδοξος — η, ο / φιλόδοξος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά υπέρμετρα τη δόξα, αυτός που επιθυμεί πολύ και επιδιώκει να αποκτήσει δόξα νεοελλ. 1. αυτός που διακατέχεται από ζωηρή επιθυμία για την επιτέλεση ενός έργου 2. (με αρνητική σημ.) μεγαλομανής αρχ. το ουδ.… … Dictionary of Greek