- προ-απ-ηγέομαι
προ-απ-ηγέομαι, dep. med., ion. statt προαφηγέομαι, Her. 3, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προ-απ-ηγέομαι, dep. med., ion. statt προαφηγέομαι, Her. 3, 138.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ηγέμαχος — ἡγέμαχος (Α) (κατά τον Ησύχ.) «πολέμαρχος». [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηγε (τού ηγέομαι, ούμαι) + μαχος (< μάχη), πρβλ. από μαχος, πρό μαχος] … Dictionary of Greek